αγωγιμον

αγωγιμον
    ἀγώγιμον
    ἀγώγῐμον
    τό тж. pl. груз, кладь, товар Xen., Plat., Dem.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αγωγιμον" в других словарях:

  • ἀγώγιμον — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem acc sg ἀγώγιμος capable of being carried neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NEXI — dicebantur apud Romanos, homines alias liberi, sed qui, ob aes alienum, in vincula dabantur, apud Creditorem, ut ei servirent, donec debitum dissolvissent: Ita quidam. Sed negat id Salmas. Nexum, ex Varrone de L. L. l. 4. non vinctum, sed… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγώγιμος — η, ο (Α ἀγώγιμος, ον) αυτός που μπορεί εύκολα να μεταφερθεί, να μετακομιστεί νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να ικανοποιηθεί δικαστικώς (με αγωγή) 2. αυτός που έχει την ιδιότητα να μεταβιβάζει τη θερμότητα ή τον ηλεκτρισμό αρχ. (για πρόσωπα) 1. αυτός …   Dictionary of Greek

  • καταγώγιμον — καταγώγιμον, τὸ (Α) το αντίτιμο τής μεταφοράς ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀγώγιμον (ουδ. τού ἀγώγιμος «αυτός που μπορεί να οδηγηθεί εύκολα»)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»